- αποτέφρωση
- ηη ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, -τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτέφρωση — η το κάψιμο, το να γίνει κάτι στάχτη: Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπει την αποτέφρωση των νεκρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
επικήδειες τελετές — Παροδικές τελετές, που διαρθρώνονται σε τρεις φάσεις: στην απόσπαση από την προηγούμενη κατάσταση, μια περίοδο στο περιθώριο και στην ένταξη στη νέα κατάσταση. Στη φάση της απόσπασης, ο νεκρός προπέμπεται με τύπους και προσευχές, και συχνά… … Dictionary of Greek
αζαγιά — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του 3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια 4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος 5. το έντομο αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + ιά πρβλ … Dictionary of Greek
αποτεφρωτήρας — ο τεχνολ. συσκευή με τη μορφή κλιβάνου που χρησιμοποιείται για αποτέφρωση … Dictionary of Greek
αποτεφρωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτέφρωση 2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» κρεματόριο … Dictionary of Greek
εκτέφρωσις — ἐκτέφρωσις, η (Α) καύση μέχρι να μετατραπεί κάτι σε στάχτη, μεταβολή σε στάχτη, αποτέφρωση … Dictionary of Greek
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
κατάκαυση — η (AM κατάκαυσις) [κατακαίω] η πλήρης, η ολοσχερής καύση, απανθράκωση, αποτέφρωση μσν. καύσωνας … Dictionary of Greek
κρεματόριο — το 1. ειδικός χώρος με κλίβανο για την αποτέφρωση νεκρών 2. οικοδόμημα με κλίβανο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση αιχμαλώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crematorium και crematory (< λατ.… … Dictionary of Greek